Απορριπτέα ως ασύμβατη με το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, καθώς εγκυμονεί τον κίνδυνο κατάχρησης εξουσίας και αυθαιρεσίας σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), έκρινε η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου την προδικαστική ένσταση που ήγειρε η Κυπριακή Δημοκρατία αναφορικά με τις αποφάσεις της που αφορούν τις πολιτογραφήσεις αλλοδαπών επιχειρηματιών και επενδυτών.
Συγκεκριμένα, στις 13/10/2020 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την κατάργηση του τότε ισχύοντος Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος από την 01/11/2020, σημειώνοντας στη σχετική Απόφασή του πως οι εκκρεμούσες κατά τον χρόνο εκείνο αιτήσεις για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση, καθώς και όσες θα υποβάλλονταν μέχρι τις 30/10/2020, θα εξετάζονταν στα πλαίσια του ισχύοντος μέχρι την ημέρα εκείνη Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος. Κατά συνέπεια της εν λόγω κατάργησης του προγράμματος, αριθμός προσφυγών στράφηκε ευθέως κατά της Απόφασης για κατάργηση του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος και αριθμός άλλων εναντίον της άρνησης και/ή παράλειψης παραλαβής αίτησης πολιτογράφησης.
Ειδικότερα, η Κυπριακή Δημοκρατία ήγειρε προδικαστική ένσταση σε όλες τις Υποθέσεις, σύμφωνα με την οποία εισηγείτο ότι η προσβαλλόμενη σε κάθε προσφυγή πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δυνάμενη να προσβληθεί και να υπαχθεί σε αναθεωρητικό έλεγχο, καθότι πρόκειται για κυβερνητική πράξη, η οποία αφορούσε σε άσκηση πολιτικής εξουσίας και οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης, στο πλαίσιο των εκ του Συντάγματος εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου, για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων προς στήριξη της κυπριακής οικονομίας.
Οι Αιτητές δε, απορρίπτοντας τη θέση της Κυβέρνησης περί πράξεων αφορώντων την άσκηση πολιτικής εξουσίας, υπέβαλαν ότι τυχόν χαρακτηρισμός των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων ως κυβερνητικών, θα τους αποστερήσει το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και πραγματικής προσφυγής και μάλιστα αντέτειναν ότι οι εν λόγω διοικητικές πράξεις εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή συγκεκριμένων νομοθετικών και κανονιστικών κριτηρίων αλλά και διοικητικής διαδικασίας, επιφέροντας δυσμενή έννομα αποτελέσματα στους ίδιους και ως εκ τούτου θα πρέπει να κριθεί ότι συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, υποκείμενες σε αναθεωρητικό έλεγχο από το Δικαστήριο. Είναι η θέση των Αιτητών ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αποσκοπούσαν αμιγώς στην εξυπηρέτηση οικονομικών αναγκών του κράτους και συνεπώς δεν εμπίπτουν σε καμία κατηγορία του διαμορφωθέντος από τη Νομολογία καταλόγου των πράξεων που έχουν χαρακτηρισθεί ως κυβερνητικές.
Στην ομόφωνη Απόφαση του, που εξέδωσε στις 9 Ιουλίου 2024, το Δικαστήριο ανέφερε συγκεκριμένα: «η πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία έχει και το σχετικό βάρος απόδειξης της προδικαστικής ένστασης που εγείρει, δεν μας έχει υποδείξει συγκεκριμένη νομολογία, συμφώνως της οποίας να έχει ήδη κριθεί ότι πράξη σχετική με την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση αλλοδαπών επιχειρηματιών και επενδυτών ή/και των μελών της oικογένειάς τους, ταξινομείται ήδη στον κατάλογο των κυβερνητικών πράξεων». Σημειώνεται επίσης: «τα όποια πολιτικά κίνητρα προς ενίσχυση της οικονομίας δεν επαρκούν για να χαρακτηρισθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις ως κυβερνητικές, δοθέντος ότι όλα τα κυβερνητικά νομοσχέδια και οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος».
Το Δικαστήριο ανέφερε επίσης ότι ούτε το τυπικό κριτήριο που επικαλέστηκε η Καθ’ ης η Αίτηση, αναφορικά με την ταξινόμηση των προσβαλλόμενων πράξεων στις κυβερνητικές πράξεις λόγω του ότι αυτές εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο, μπορεί να γίνει αποδεκτό καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος κατάχρησης εξουσίας. Αδιαμφισβήτητα, ούτε η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης σε θέματα πολιτογράφησης αλλοδαπών έχει ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό των προσβαλλόμενων πράξεων ως κυβερνητικών, όπως έχει σημειωθεί στην Απόφαση της Ολομέλειας.
Αξίζει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο στην Απόφαση του τονίζει πως δεν επιτρέπεται ο αυθαίρετος καθορισμός των διοικητικών πράξεων ως κυβερνητικών, καθώς εάν κάτι τέτοιο ήταν επιτρεπτό θα διηνοίγετο ευρεία οδός καταστρατηγήσεως. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο αποτελεί επίσης ένα μικρό απόσπασμα από το Σύγγραμμα του Διακεκριμένου νομομαθούς, καθηγητή Δημοσίου Δικαίου, Βασίλειου Σκουρή, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», το οποίο εμφαίνεται στην Απόφαση της Ολομέλειας και στο οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Στο κράτος δικαίου ο πολιτικός χαρακτήρας ή η πολιτική φύση μιας ενέργειας δεν δικαιολογούν ούτε την ευμενέστερη, ούτε τη δυσμενέστερη μεταχείρισή της. Εδώ η πολιτική υπακούει στο δίκαιο και όχι το δίκαιο στην πολιτική. Με την προσφυγή σε δυσδιάκριτα πολιτικά ελατήρια ή σε αόριστες πολιτικές σκοπιμότητες δεν επιτυγχάνεται η αποδέσμευση από τον νόμο και δεν αποκρούεται ο δικαστικός έλεγχος τηρήσεως του νόμου».
Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο κατέληξε ομόφωνα ότι οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, οι οποίες παραδεκτώς προσβάλλονται με διοικητική προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.