ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ενδιάμεση Αίτηση Τροποποίησης των δικογράφων είναι μια κρίσιμη νομική διαδικασία η οποία αποτελεί σημαντικό και πρακτικό τρόπο ο οποίος χρησιμοποιείται και συναντάται σε μεγάλο βαθμό και συχνότητα στη διαδικαστική διαδικασία μέχρι και πριν το τέλος της κάθε Πολιτικής υποθέσεως, ήτοι την επί πλήρους Ακροάσεως. Η δυνατότητα αυτή συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία του νομικού συστήματος, διευκολύνοντας την απονομή της δικαιοσύνης και διασφαλίζοντας ότι οι υποθέσεις εξετάζονται με βάση τα πραγματικά δεδομένα, ακόμη και αν αυτά μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ωστόσο, οι διάδικοι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στην προετοιμασία των δικογράφων τους νωρίς στη διαδικασία, καθώς οι ευκαιρίες για τροποποίηση μειώνονται καθώς η υπόθεση προχωρά.
Αρχικά, η δυνατότητα τροποποίησης των δικογράφων βασίζεται στη Δ. 25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως αυτή έχει τροποποιηθεί από καιρό σε καιρό. Η Δ. 25 τροποποποιήθηκε με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, ημερ. 27/04/2018 και επομένως η τροποποίηση των δικογράφων δύναται να πραγματοποιηθεί εάν και εφόσον πληρούνται οι νέες προϋποθέσεις της νέας Δ. 25.
Ως εκ τούτου, η δυνατότητα τροποποίησης δικογράφου γενικότερα, και η φιλελεύθερη τάση να επιτρέπεται τέτοια τροποποίση σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ως ήταν η νομολογία πριν την τροποποίηση της Δ. 25, έχει περιοριστεί όταν η υπόθεση περάσει στο στάδιο της Κλήσης για Οδηγίες.
Επίσης, ως προκύπτει από τη πρόσφατη σχετική νομολογία, η παλαιότερη νομολογία που αφορούσε την καταργηθείσα Δ. 25 θα πρέπει να έχει μόνο συμπληρωματική ή υποβοηθητική έως περιορισμένη χρησιμότητα και τούτο σε σχέση με την ερμηνεία της νέας Δ. 25, βλέπε μεταξύ άλλων, [(MOHAMMED HAMBO ASHIYAN, παράγραφος (17)] και (Kyvernitis Bussiness Travel Ανώνυμη Εταιρεία)], κατωτέρω.
Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια, εξετάζει την κάθε περίπτωση κάτω από τις δικές της ιδιαίτερες και μοναδικές περιστάσεις, και για σκοπούς έγκρισης των ενδιάμεσων Αιτήσεων Τροποποίησης, λαμβάνονται υπόψη κι΄ άλλοι παράγοντες. Συγκεκριμένα, πέραν από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη Δ. 25 Θεσμός 1 (3), το Δικαστήριο εξετάζει, (α) το κατά πόσο διαφοροποιείται η βάση της Αγωγής, (β) οι αξιούμενες θεραπείες, (γ) το τυχόν αξιούμενο ποσό, (δ) εάν τροποποιούνται ή μεταβάλλονται οι βασικές θέσεις του αιτούντος ή η βάσης της απαίτησης, (ε) το συμφέρον της δικαιοσύνης, (ζ) το κατά πόσο υφίσταται αδικαιολόγητη καθυστέρηση ως προς την καταχώρηση της ενδιάμεσης Αίτησης, (η) το κατά πόσο παραβιάζεται η αρχή για δίκη εντός εύλογου χρόνου, (θ) το κατά πόσο θα δημιουργηθεί ανεπανόρθωτη αδικία ή ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο, δηλαδή, ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα και (ι) το κατά πόσο η ακροαματική διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει.
Εν πάση περιπτώσει, για σκοπούς απλότητας, θα γίνει αναφορά μόνο στο Θεσμό 1 (3) της νέας Δ. 25, που αφορά τη δυνατότητα τροποποίησης των δικογράφων μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες, όπου ουσιαστικά είναι και το στάδιο όπου εφαρμόζονται οι εν λόγω εξαιρέσεις της νέας Δ. 25, Θεσμός 1 (3).
Η νέα Διαταγή 25, θεσμός 1(3) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας προνοεί ως ακολούθως:
«Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης».
Αναφορικά με τη δεύτερη εξαίρεση, ήτοι τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης, από τη νομολογία, (βλέπε Kyvernitis Bussiness Travel Ανώνυμη Εταιρεία), κατωτέρω, δεν φαίνεται τα δικαστήρια να αντιμετωπίζουν κάποια δυσκολία ως προς την ερμηνεία της εν λόγω εξαίρεσης, καθότι δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερη ερμηνευτική δυσκολία.
Αυτό όμως που φαίνεται να απασχόλησε και ίσως συνεχίσει να απασχολεί το δικαστήριο στην εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων που αφορούν την νέα Δ. 25 θεσμός 1 (3), είναι η πρώτη εξαίρεση, ήτοι το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας. Σχετικά επί τούτου, θα γίνει αναφορά στην πρόσφατη απόφαση, βλέπε (Kyvernitis Bussiness Travel Ανώνυμη Εταιρεία), κατωτέρω, όπου η εν λόγω απόφαση, θα επισυνάπτεται ολόκληρη με σκοπό πρόσβασης και πλήρους ανάγνωσης, καθότι δεν έχει δημοσιευθεί μέχρι στιγμής, η οποία εξετάζει εκτενώς την ερμηνεία της εν λόγω εξαίρεσης. Πρώτα όμως, θα γίνει αναφορά σε άλλες, ως επί των πλείστων πρόσφατες αποφάσεις, στις οποίες επίσης δίδεται σχετική ερμηνεία και ορισμός της εν λόγω εξαίρεσης.
ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΡΟΣ
Α. ΦΕΙΔΩΛΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Στις ακόλουθες πρόσφατες αποφάσεις, το Δικαστήριο εξέτασε την ερμηνεία της πρώτης εξαίρεσης της Δ.25. Θ.1 (3) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράλειψη καταγραφής σημαντικών γεγονότων στα δικόγραφα εξ΄αρχής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος κατά την σύνταξη της δικογραφίας και επισημάνεται η υποχρέωση για απόδειξη του ισχυρισμού σε καλόπιστο λάθος. Επιπλέον, δια των ακόλουθων αποφάσεων, αναγνωρίζεται ότι ο ορισμός του καλόπιστου λάθους ισχύει μόνο όταν η τροποποίηση αφορά μικρές παραλείψεις ή ασάφειες λόγω πλημμελούς σύνταξης των δικογράφων και ότι τα λάθη στη δικογραφία αφορούν κυρίως λεκτικά, τυπογραφικά ή εκφραστικά σφάλματα και όχι η απουσία θεμελιωδών γεγονότων.
Συγκεκριμένα στην υπόθεση ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΛΣΟΣ ΛΤΔ ν. ADBOARD MEDIA LTD, Αρ. Αγωγής: 6065/16, 18/9/2023, τονίζεται η υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει τον ισχυρισμό του περί καλόπιστου λάθους και αβλεψίας, όπως επίσης και οι συνέπειες που προκύπτουν από την παράλειψη αυτής της υποχρέωσης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
««Παραπέμπω ενδεικτικά στην απόφαση ημερ. 30.12.2019, στα πλαίσια της Αγωγής αρ. 813/2017, Οδυσσέως ν. Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ κ.α., όπου ο Αιτητής προβάλλοντας λόγους ύπαρξης καλόπιστου λάθους και αβλεψίας, δεν το υποστήριξε με τον αναγκαίο βαθμό μαρτυρίας. Αναφέρονται τα εξής καταλυτικά στην εν λόγω απόφαση:
«Η παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της Αγωγής ή συνιστούν αναγκαίες λεπτομέρειες προς υποστήριξη των δικογραφημένων ισχυρισμών δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους[1]».
(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)
Στην υπόθεση MOHAMMED HAMBO ASHIYAN ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ, Αρ. Αγωγής: 2513/2019, 28/2/2024, γίνεται αναφορά για την έλλειψη ορισμού του καλόπιστου λάθους κατά τη σύνταξη της Δικογραφία, καθώς και την απουσία τέτοιου προσδιορισμού από τον Ανώτατο Δικαστήριο και του νεοσυσταθέντος Εφετείου, γεγονός που οδήγησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να καθορίσει την ανωτέρω εξαίρεση. Μάλιστα, στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο υποστηρίζει ότι η ερμηνεία της εν λόγω πρώτης εξαίρεσης θα πρέπει να προσαρμόζεται στα πλαίσια της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά. Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι, η παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής ή συνιστούν αναγκαίες λεπτομέρειες, ιδιαίτερα δε, όταν επιδιώκεται η τροποποίηση ολόκληρης της Έκθεσης Απαίτησης, δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
« 20. Εξ' αρχής αναφέρω ότι η έννοια και η αναφορά σε «καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της δικογραφίας», δεν προσδιορίζεται και θα ήταν ακροσφαλές να επιχειρηθεί να αποδοθεί κάποιος άκαμπτος ορισμός στην εν λόγω αόριστη έννοια, διότι η κάθε περίπτωση εξετάζεται κάτω από τις δικές της ιδιαίτερες περιστάσεις και συνεπώς είναι ορθό να δύναται να προσαρμόζεται και να ερμηνεύεται στα πλαίσια της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά».
Στην παράγραφο 21 της απόφασης:
« 21. Στην υπόθεση Associated Leisure Ltd & Others v. Associated Newspaper Ltd (1970) 1 All E.R. 754, έγινε επανάληψη των όσων αναφέρθηκαν στην Cropper v. Smith (1884) 26 Ch.D.700 (σελ. 710-711):
" I know of no kind of error or mistake which, if not fraudulent or intended to overreach, the Court ought not to correct, if it can be done without injustice to the other party. Courts do not exist for the sake of discipline, but for the sake of deciding matters in controversy, and I do not regard such amendment as a matter of favour or grace .. It seems to me that as soon as it appears that the way in which a party has framed his case will not lead to a decision of the real matter in controversy, it is as much a matter or right on his part to have it corrected, if it can be done without injustice, as anything else in the case is a matter of right".
(Οι υπογραμμίσεις είναι του παρόντος Δικαστηρίου)».
Επίσης, στην παράγραφο 22 της απόφασης:
« 22. Επισημαίνω ότι δεν έχω εντοπίσει σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του νεοσυσταθέντος Εφετείου που να πραγματεύεται την έννοια του καλόπιστου λάθους ούτε και παραπέμφθηκα σε κάποια δεσμευτική απόφαση. Ωστόσο, η έννοια του καλόπιστου λάθους έχει τύχει ερμηνείας από πρωτόδικα Δικαστήρια, και παρά το ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν είναι δεσμευτικές για το παρόν Δικαστήριο, θεωρώ χρήσιμη την συνοπτική αναφορά σε αυτές. Ειδικότερα, στις πρωτόδικες αποφάσεις φαίνεται να ακολουθείται η ίδια προσέγγιση ότι το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος σημαίνει απλά εσφαλμένη σύνταξη ή εκτυπωτική πλημμέλεια, αλλά όχι προσθήκη νέων ισχυρισμών».
(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)
Στην παράγραφο 23 της απόφασης:
« 23. Επίσης, καλόπιστο λάθος διαπιστώνεται εάν με την τροποποίηση επιδιωκόταν η διόρθωση μίας μικρής παράλειψης ή ασάφειας που εξ ορισμού εξ υπακούει την ύπαρξη κάποιας πλημμέλειας κατά τη σύνταξη εξ ου και η αναφορά στις λέξεις «εκ παραδρομής»».
Στην παράγραφο 24 της απόφασης:
« 24. Επιπλέον, θεωρώ πως εύλογα θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η φράση αυτή σημαίνει κάτι περισσότερο από ένα απλό γραφικό λάθος τα οποία δύναται να διορθωθούν σύμφωνα με τα όσα πραγματεύεται η Δ.25 θ.6. Το τι πρέπει να καταδειχθεί είναι ότι το καλόπιστο λάθος συσχετίζεται με τη σύνταξη της δικογραφίας και να είναι εκ παραδρομής».
Στην υπόθεση Μάριου Παναγίδη κ.α. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Αρ. Αγωγής: 3919/2017, 24/5/2024, το Δικαστήριο συνδέει το καλόπιστο του λάθους σε λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, ενώ επίσης, ότι το λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας αναμένεται να συνδέεται με λεκτικά ή τυπογραφικά ή εκφραστικά λάθη που εμφιλοχωρούν κατά τη σύνταξη της δικογραφίας. Καταληκτικά, το Δικαστήριο αναφέρει ότι το λάθος μη συμπερίληψης στο δικόγραφο εξ΄αρχής των ισχυρισμών, δεν εμπίπτει εντός της έννοιας του καλόπιστου λάθους κατά τη σύνταξη της δικογραφίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
«Αναφορικά με την έννοια «καλόπιστο», πράγματι δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί η νομολογία μας με συγκεκριμένα παραδείγματα. Το Δικαστήριο κάθε φορά εξετάζει το καλόπιστο με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Στο σύγραμμα Bullen and Leake and Jacobs Precedents of Pleadings 12η έκδοση σελ. 130, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«. good faith means that the amendment is sought for the purpose of raising 'the real question in controversy between the parties" and is not dishonest or intended to overreach the opposite party, or made for any other ulterior motive and relies on facts which are substantially true and germane to the matters in controversy between the parties. If, therefore, the court is not satisfied as to the truth and substantiality of the proposed amendment, it will be refused»».
Στην απόφαση Mogridge v Clapp (1892) 3 Ch 38 2 C A σελ. 391, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
« What does "good faith" mean? What is meant by those two English words which are the exact equivalent in every sense of the expression which is perhaps more commonly used, though not more correctly or properly bona fides? I think that the best way of defining the expression so far as it is necessary or safe to define it is by saying that it is the absence of bad faith of mala fides»
Σχετική επίσης είναι η απόφαση στην υπόθεση United Sea Transport Co. Ltd & Another v Stavros Zakou (1980) 1 CLR 510, σελ. 515:
«The general principles as to when leave to amend should be given are stated by L.J. Bramwell in the case of Tildesley v. Harper, 10 Ch.D. 393 at page 396: "My practice has always been to give leave to amend unless I have been satisfied that the party applying was acting mala fide, or that, by his blunder he had done some injury to his opponent which could not be compensated for by costs or otherwise"».
Σε άλλο σημείο της απόφασης, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
«Παραπέμπω επίσης στην απόφαση Arizona Trading Ltd ν. Μοντεξύλ Λτδ Αρ. Αγωγής 15/17, Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερομηνίας 31.05.2018 την οποία εξέδωσε ο κ. Μ.Χριστοδούλου, Ε. Δ. (όπως ήταν τότε) το σκεπτικό της οποίας αν και μη δεσμευτικό εντούτοις με βρίσκει σύμφωνη».
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο σε άλλο σημείο της απόφασης, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
« Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι το λάθος μη συμπερίληψης στο δικόγραφο εξ΄αρχής των ισχυρισμών, δεν εμπίπτει εντός της έννοιας του «καλόπιστου λάθους κατά τη σύνταξη της δικογραφίας…».
Ερμηνεία της πρώτης εξαίρεσης δίδεται και στην υπόθεση Ανδρούλλα Ανδρέου ν. Παναγιώτης Παναγιώτου κ.α., Αρ. Αγωγής: 2996/18, 15/5/2024, όπου το Δικαστήριο καταλήγει ότι τα λάθη τα οποία προκύπτουν από την σύνταξη των δικογράφων και τα οποία μπορούν να διορθωθούν, είναι τα συντακτικά λάθη, ενώ υπάρχει απαγόρευση σε νέους ισχυρισμούς επί γεγονότων που ήταν γνωστά ή θα έπρεπε να είναι γνωστά κατά τον χρόνο σύνταξης της δικογραφίας. Επίσης, δίδεται ορισμός του λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας και τονίζεται ότι δεν είναι αρκετό η απλή και μόνο αναφορά σε καλόπιστο λάθος από πλευράς του αιτούντος, για να επιτραπεί η τροποποίηση των δικογράφων. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής:
Σε κάποιο σημείο της παραγράφου 7 αναφέρει επί λέξη ότι, «καταλήγω ότι η επιλογή του νομοθέτη της λέξεως «σύνταξη» για να περιγράψει λάθη που επιτρέπεται να διορθωθούν μέσω αιτήματος τροποποίησης είναι αποκαλυπτική και του σκοπού του, που δεν θα μπορούσε εύλογα να κριθεί ότι είναι άλλος από τον αυστηρό περιορισμό της δυνατότητας τροποποίησης δικογράφου σε διόρθωση συντακτικών λαθών με τη συνεπαγόμενη απαγόρευση για την εισαγωγή νέων ισχυρισμών επί γεγονότων που ήταν γνωστά ή θα έπρεπε να είναι γνωστά κατά τον χρόνο σύνταξης της δικογραφίας. Τούτο εξάλλου επιμαρτυρείται και από τη διαφοροποίηση του λεκτικού της Νέας Διαταγής 25 που επέλεξε ο νομοθέτης από την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων που διείπε τα ζητήματα τροποποίησης δικογράφων. Υιοθετώ και επαναλαμβάνω τα όσα αναφέρθηκαν από τον αδελφό μου Δικαστή Μ. Χριστοδούλου στα πλαίσια της αγωγής Arizona Trading Ltd ν. Μοντελύξ Λτδ Αρ. Αγωγής 15/17, απόφαση ημερ. 31.5.18 όπου αναφέρεται ότι:
«Λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας αναμένεται να συνδέεται με λεκτικά ή τυπογραφικά ή εκφραστικά λάθη που εμφιλοχωρούν κατά τη σύνταξη της δικογραφίας και όχι στην παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση αγωγής»».
Στην παράγραφο 10 της απόφασης, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
«Στο διά ταύτα, με βάση το αυστηρό λεκτικό της Νέας Διαταγής 25 ως αυτό έχει ερμηνευτεί, θεωρώ ότι η αναφορά της Αιτήτριας και μόνο σε «καλόπιστο λάθος», δεν ικανοποιεί τα αυστηρά κριτήρια που θέτει το λεκτικό εκείνης Διαταγής 25 θ.1(3). Τυχόν υιοθέτηση της προσέγγισης της θα οδηγούσε σε μια κατάσταση πραγμάτων όπου διάδικος θα δικαιούται αυτόματα σε τροποποίηση του δικογράφου του οποτεδήποτε προέβαλλε ως μόνη αιτιολογία του αιτήματός του το καλόπιστο λάθος».
Β. ΔΙΕΥΡΥΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΠΙΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ
Ωστόσο, η έννοια του καλόπιστου λάθους και γενικά η πρώτη εξαίρεση της νέας Δ. 25. Θ.1(3), έχει τύχει ερμηνείας από τα πρωτόδικα Δικαστήρια, προσεγγίζοντας και ερμηνεύοντας την εν λόγω εξαίρεση με διαφορετική σκοπιά, εν συγκρίσει με τις προαναφερόμενες αποφάσεις. Συγκεκριμένα, η σκοπιά των πρωτόδικων Δικαστηρίων που εντοπίζεται στις αποφάσεις που θα ακολουθήσουν, καταλήγει ότι η έλλειψη στοιχείων που δεν εμπεριέχουν κακοπιστία αποτελεί περίπτωση εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας. Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά ότι η φράση "εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας" σημαίνει τη συμπερίληψη ή μη συμπερίληψη στη δικογραφία ενός ισχυρισμού λόγω καλόπιστου λάθους (δηλαδή λάθους χωρίς κακόβουλη πρόθεση).
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στην υπόθεση OSTIA DEVELOPERS LIMITED ν. Δημάδη, Αρ. Αγωγής: 5722/16, 13/3/2019, εξετάζωντας την παράλειψη της Αιτήτριας να αναφέρει εξ αρχής στον δικηγόρο της τα γεγονότα τα οποία χρονολογούνται από το 2005, στα πλαίσια της νέας Δ. 25, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
« Επανερχόμενη στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, η παράλειψη του ενόρκως δηλούντος για την Αιτήτρια, να αναφέρει στο δικηγόρο της Αιτήτριας κατά το χρόνο της σύνταξης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, γεγονότα τα οποία χρονολογούνται από το 2005 και δεν θυμόταν τότε, αλλά θυμήθηκε μετά από συζήτηση με την αδελφή του και τους δικηγόρους του, αποτελεί «εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας». Έχοντας κατά νου την πιο πάνω νομολογία στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας παρέπεμψε το Δικαστήριο σε σχέση με την ευρεία ερμηνεία του «καλόπιστου λάθους», καταλήγω ότι η πιο πάνω παράλειψη, εμπίπτει εντός της έννοιας του «καλόπιστου λάθους», με δεδομένο ότι, ελλείψει στοιχείων που συνηγορούν με κακοπιστία, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα Αίτηση με κακή πίστη».
Σε άλλο σημείο της απόφασης, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
Προς τούτο, λαμβάνω υπόψη μου α) τις αιτούμενες τροποποιήσεις και τις λεπτομερείς εξηγήσεις που δόθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Αιτήτριας στις σελίδες 10 - 12 της γραπτής του αγόρευσης, προκειμένου να καταδείξει ότι πρόκειται για ουσιαστικά αληθείς και σχετικούς ισχυρισμούς με τα επίδικα θέματα (substantially true and germane to the matters in controversy between the parties), τις οποίες (εξηγήσεις) και αποδέχομαι, τονίζοντας συγχρόνως ότι με αυτές δεν επιδιώκεται η εισαγωγή νέων ισχυρισμών ούτε και αλλοιώνεται η βάση της υφιστάμενης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, αλλά ούτε και η βάση της αγωγής, οι οποίες και κρίνονται ως αναγκαίες προκειμένου να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου ορθότερα τα γεγονότα της υπόθεσης και να αποδοθεί ουσιαστικά η δικαιοσύνη, β) το γεγονός ότι η παρούσα Αίτηση καταχωρίστηκε σε πολύ αρχικό στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή στις 4.10.18, μόλις μετά πάροδο 2 μηνών από την καταχώριση της κλήσης για οδηγίες ημερομηνίας 13.8.18 και πριν την ημερομηνία 14.11.18 που ήταν ορισμένη η κλήση για οδηγίες, χωρίς να έχει εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα στο στάδιο της κλήσης για οδηγίες και γ) ότι η πλευρά των Καθ' ων η αίτηση, μπορεί να αποζημιωθεί με επιδίκαση εξόδων προς όφελος της και δεν επηρεάζεται δυσμενώς και με οποιοδήποτε τρόπο που δεν αποκαθίσταται με έξοδα».
Στην υπόθεση Σάββα ν. Α. LAONA WATER LIMITED κ.α., Αρ. Αίτησης: 12/20, 14/4/2021, εξετάζεται η διαφορά του σκοπού μεταξύ της Δ. 25 Θ. 1(3) και Δ. 25 Θ. 6, καθώς και ο ορισμός της κακοπιστίας. Επίσης, τονίζεται η υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την έλλειψη κακοπιστίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
« Σημειώνουμε ότι το γεγονός ότι η Δ.25 Θ.6 η οποία πραγματεύεται το ζήτημα της διόρθωσης ενός γραφικού ή τυπικού λάθους παρέμεινε στην ουσία χωρίς τροποποίηση δεικνύει ότι η Δ.25 Θ.1(3) καλύπτει περιπτώσεις που το λάθος στο δικόγραφο είναι κάτι περισσότερο από ένα τυπογραφικό ή γραφικό λάθος στο δικόγραφο.
Βάσει όλων των πιο πάνω είμαστε της γνώμης ότι στην περίπτωση που ένας διάδικος εκ λάθους ή ακόμα και λόγω αμέλειας (που δεν αγγίζει τα όρια της κακοπιστίας), παραλείψει να αναφερθεί σε ένα γεγονός και/ή μια αξίωση/υπεράσπιση στο δικόγραφό του και σε μεταγενέστερο στάδιο ζητά να εισάγει το γεγονός και/ή την αξίωση/υπεράσπιση στο δικόγραφό του κατά τρόπο που η βάση της αγωγής/υπεράσπισής του δεν αλλοιώνεται ουσιαστικά και χωρίς οποιαδήποτε κακοπιστία εκ μέρους του τότε η εν λόγω παράλειψή του δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως «εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας».
Είμαστε της γνώμης ότι με βάση το λεκτικό της Δ.25 Θ.1(3) η απουσία κακοπιστίας θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή».
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Στην υπόθεση Έλενα Λαγούδη κ.α. ν. Κ. ΚΑΤΣΙΑΡΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Αίτηση αρ.: Ε13/2021, 22/8/2023, το Δικαστήριο πραγματεύεται και ερμηνεύει το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος, όπου μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
« Το "εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος", παραπέμπει σε απροσεξία, ενώ τέτοιο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας φανερώνει την ειλικρινή και χωρίς υστεροβουλία σύνταξη της δικογραφίας με τρόπο που αποκλίνει από τον ορθό. Επίσης, εξ' αντιδιαστολής, έχει κριθεί ότι το καλόπιστο λάθος είναι αυτό που δεν εμπεριέχει κακοπιστία.
Τέτοια αναφορά βρίσκεται και στην αγγλική απόφαση Mogridge v. Clapp (1892) 3 Ch.382 C.A ».
(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)
Ενώ σε άλλο σημείο της απόφασης, το Δικαστήριο καταλήγει ότι:
«Εφόσον δεν διαπιστώνω κακοπιστία στην απουσία των επικαρπωτών από τον τίτλο της Αίτησης, το λάθος αυτό θα μπορούσε εύκολα να ερμηνευθεί ως "εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος" από μέρους τους».
Στην υπόθεση Miloubar Cyprus Limited ν. High Mountain Ltd, Αρ. Αγωγής: 1469/19, 15/3/2024, επισημαίνεται η θεμελιακή αρχή των αποφάσεων σχετικά με την αίτηση τροποποίησης των δικογράφων καθώς επίσης και οι εξαιρέσεις της εν λόγω αρχής. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
«Στην υπόθεση Περικτιόνη Χρίστου v. Ανδρέα Στυλιανού Αζά (1992) 1 ΑΑΔ 704 προβάλλεται η σύγχρονη τάση αντιμετώπισης του θέματος:
«Η θεμελιακή αρχή που ξεπροβάλλει από τις αποφάσεις είναι πως η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατό να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή ακόμη εκεί που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής. Στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου συνεκτιμάται και ο παράγοντας της καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης σαν λογικής απόρροιας των διατάξεων του άρθρου 30.2 του Συντάγματος που επιτάσσει την διεξαγωγή και περάτωση της δίκης σε εύλογα χρονικά όρια»».
Ειδικότερα, στην επίσης πρόσφατη απόφαση Kyvernitis Bussiness Travel Ανώνυμη Εταιρεία (πρώην HRG Greece Ανώνυμη Εμπορική και Τουριστική Εταιρεία) ν. Cyprus Trade & Tours Limited, Αρ. Αγωγής: 499/2019, 27/03/2024, η οποία ακόμη να δημοσιευθεί, θεωρώ ότι θα παρουσιάσει νομολογιακό ενδιαφέρον καθώς δίδεται ερμηνεία του καλόπιστου λάθους με ιδιαίτερη επισήμανση στην κακοπιστία ως καθοριστικό παράγοντα και στην υποχρέωση της άλλης πλευράς να αποδείξει τον ισχυρισμό της περί κακοπιστίας. Παράλληλα το Δικαστήριο εξετάζει εκτενώς την πρώτη εξαίρεση της νέας Διαταγής 25 Θ. 1(3), χρησιμοποιώντας αναφορές από Αγγλική νομολογία αλλά και λεξικό, για την κατανόηση των σχετικών λέξεων που χρησιμοποιούνται στην πρώτη εξαίρεση της νέας Δ. 25. Θ. 1(3). Επίσης, στην απόφαση γίνεται αναφορά στη διαφορά του σκοπού μεταξύ της Δ. 25 Θ. 1(3) και Δ. 25 Θ. 6, , καθώς και τους άλλους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη, πέραν των εξαιρέσεων που προβλέπει η νέα Δ. 25 Θ.1(3).
Συγκεκριμένα, στη σελίδα 7 της απόφασης το Δικαστήριο μεταξύ άλλων αναφέρει επί λέξη:
«Η δεύτερη εξαίρεση, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη ερμηνευτική δυσκολία.
Όσον αφορά την πρώτη, σημειώνω πως σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Δ΄ Έκδοση (2012) «παραδρομή» είναι η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία. Συνώνυμη της λέξης είναι η αβλεψία. Και σύμφωνα με το Μεγάλο Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας του Α. Γεωργοπαπαδάκου «παραδρομή» είναι το λάθος από αβλεψία, απροσεξία. Όσον αφορά στην ερμηνεία της λέξης «καλόπιστο», μνεία μπορεί να γίνει στην Mogridge v. Clapp (1892) 3 Ch.382 C.A.: «What does "good faith" mean? What is meant by those two English words which are the exact equivalent in every sense of the expression which is perhaps more commonly used, though not more correctly or properly bona fides? I think that the best way of defining the expression so far as it is necessary or safe to define it is by saying that it is the absence of bad faith of mala fides»».
Στις σελίδες 7 και 8 της απόφασης, το Δικαστήριο μεταξύ άλλων αναφέρει επί λέξη:
«Έχοντας υπόψη την ερμηνεία της πιο πάνω λέξης, η φράση «εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας» κατά τη γνώμη μου, έχει την έννοια της συμπερίληψης ή της μη συμπερίληψης στη δικογραφία, κάποιου ισχυρισμού, λόγω καλόπιστου λάθους (δηλαδή λάθους που δεν εμπεριέχει κακοπιστία) που έγινε κατά τη σύνταξη της, το οποίο οφείλεται σε έλλειψη προσοχής, αβλεψία ή απροσεξία. Είναι δε αυτονόητο πως όταν η αίτηση αποβλέπει στην προσθήκη ισχυρισμών που παραλείφθηκαν, οι ισχυρισμοί ήταν υπαρκτοί και γνωστοί κατά τη λήψη των οδηγιών για καταχώρηση του δικογράφου. Είναι επιπλέον αυτονόητο πως τα λάθη που δύνανται να διορθωθούν με τη Δ. 25 Θ. 1(3) δεν αφορούν γραφικά λάθη, τυχαία σφάλματα ή παραλείψεις, αφού αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Δ.25 Θ.6, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό».
Στη σελίδα 8 της απόφασης το Δικαστήριο μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
«Αυτό που προβάλλει είναι ότι τα γεγονότα που επιθυμεί να προσθέσει ήταν μεν εις γνώση των αντιπροσώπων της Αιτήτριας, αλλά οι τελευταίοι δεν έδωσαν στους δικηγόρους τους ορθές οδηγίες κατά τον χρόνο έγερσης της Αγωγής σε σχέση με τον χρόνο έναρξης της συνεργασίας των διαδίκων και σε σχέση με το πώς προέκυψε η συμφωνία του Μαΐου του 2017, επικαλούμενη συναφώς τη μη συμπερίληψη των ισχυρισμών ένεκα παραδρομής και καλόπιστου λάθους το οποίο διαπιστώθηκε κατά τη μελέτη της υπόθεσης για την ακροαματική διαδικασία που ήταν ορισμένη να ξεκινήσει στις 2.10.23».
Στη σελίδα 9 της απόφασης το Δικαστήριο μεταξύ άλλων, αναφέρει επί λέξη:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, «για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα, εφόσον με τη διαπίστωση ύπαρξης κακοπιστίας, η αίτηση συνήθως οδηγείται σε απόρριψη» (Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ. 745). Όμως από τα γεγονότα της παρούσας, ουδεμία κακοπιστία προκύπτει να διακατέχει τις ενέργειες της Αιτήτριας και η θέση ότι το σφάλμα της ήταν πράγματι καλόπιστο και οφείλεται σε αβλεψία - απροσεξία κατά την παροχή των οδηγιών για έγερση της αγωγής, το οποίο διαπιστώθηκε κατά τη μελέτη της υπόθεσης για την προετοιμασία της Ακρόαση, δεν έχει αντικρουστεί ούτε και διαψεύδεται από τα γεγονότα. Παρομοίως, η θέση της Καθ΄ης η αίτηση ότι ο μοναδικός σκοπός της καταχώρησης της αίτησης είναι η καθυστέρηση της διαδικασίας, δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από τα γεγονότα (βλ. Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ, ανωτέρω), από τα οποία δεν προκύπτει και η καταχώρηση της αίτησης για οποιοδήποτε αλλότριο σκοπό».
Στη σελίδα 11 της απόφασης το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων αναφέρει επί λέξη:
«Όμως η καθυστέρηση αυτή από μόνη της δεν μπορεί να με οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, λαμβάνωντας υπόψη όλα όσα πιο πάνω ανέφερα ως προς τη φύση της αιτούμενης τροποποίησης και την έλλειψη κακοπιστίας από πλευράς της Αίτήτριας».
Σε άλλο σημείο στη σελίδα 11 της απόφασης, το Δικαστήριο επίσης αναφέρει επί λέξη:
«Στην προκειμένη περίπτωση το γεγονός ότι αυτή η αίτηση είναι η δεύτερη αίτηση τροποποίησης που καταχωρείται δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι η παρούσα είναι τόσο καθαρά και εντονα καταχρηστικής φύσεως ώστε να δικαιολογείται η καταστολή της, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η διαφορετική επιδίωξη της πρώτης αίτησης όπως αυτή αναλύθηκε πιο πάνω και ελλείψει οποιωνδήποτε άλλων στοιχείων που να καταδεικνύουν την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων».
Καταληκτικά, το Δικαστήριο στη σελίδα 12 της απόφασης, αναφέρει:
«Υπό το φως των ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη το περιορισμένο εύρος της αιτούμενης τροποποίησης η οποία δεν μεταβάλλει τις βασικές θέσεις της Αιτήτριας ή το αξιούμενο ποσό, το στάδιο στο οποίο η υπόθεση ευρίσκεται, ήτοι πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, το γεγονός ότι ουδεμία κακοπιστία δεν έχει καταδειχθεί να διακατέχει τις ενέργειες της Αιτήτριας αλλά, αντίθετα, το γεγονός ότι η μη συμπερίληψη των προς προσθήκη ισχυρισμών οφείλεται σε καλόπιστο σφάλμα που έγινε κατά τη σύνταξη της έκθεσης απαίτησης, καθώς και το γεγονός ότι τα συμφέροντα της Καθ΄ης δεν έχει καταδειχθεί ότι θα βλαφθούν ανεπανόρθωτα από την τροποποίηση, κρίνω ότι η αιτούμενη τροποποίηση πρέπει να επιτραπεί».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
- Περιορισμένη Δυνατότητα Τροποποίησης:
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι μετά την έκδοση της Κλήσης Οδηγιών, είναι περιορισμένη η δυνατότητα τροποποίησης των δικογράφων και επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου ουσιαστικά θα πρέπει να ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι πληρείται έστω μια εκ των δύο εξαιρέσεων της νέας Διαταγής 25 Θ. 1(3), ανάλογα με την περίπτωση. Παράλληλα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την θεμελιακή αρχή ότι η τροποποίηση δικογράφου επιτρέπεται όταν είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και έχει ως σκοπό την αποφυγή πολλαπλών νομικών διαδικασιών. Καθοριστικό ρόλο, διαδραματίζει επίσης το ενδεχόμενο πρόκλησης βλάβης στην άλλη πλευρά ή αν υπάρχει εμφανής κακή πίστη του αιτούντος, ως αναπτύχθηκε με λεπτομέρεια ανωτέρω.
- Διακριτική Ευχέρεια του Δικαστηρίου:
Το Δικαστήριο χρησιμοποιεί τη διακριτική του ευχέρεια για την έγκριση ή την απόρριψη του αιτήματος τροποποίησης των δικογράφων, αναλόγως της περίπτωσης. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εξετάζοντας τις αιτούμενες τροποποιήσεις, καθήκον του δικαστηρίου δια της διακριτικής του ευχέρειας, είναι να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, ότι οι τροποποιήσεις δεν επηρεάζουν την ουσία της απαίτησης ή των αρχικών θέσεων του αιτούντος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Επίσης, πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα κίνητρα της πλευράς που προβαίνει στην υποβολή της αίτησης τροποποίησης δεν είναι αλλότρια και περιορίζεται στην πρόθεση να διορθώσει το λάθος της.
- Διορθώση Γραφικού ή Τυπικού Λάθους:
Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι τα λάθη που δύναται να διορθωθούν με την νέα Δ. 25 Θ. 1(3) δεν αφορούν γραφικά λάθη, τυχαία σφάλματα ή παραλείψεις, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό, καθότι η διόρθωση τέτοιων γραφικών λάθών, τυχαίων σφαλμάτων ή παραλείψεων, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Δ.25 Θ.6.
- Βάρος της Απόδειξης:
Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι αναλαμβάνει το βάρος της απόδειξης η πλευρά που επικαλείται την ύπαρξη κακοπιστίας, έχοντας μάλιστα την υποχρέωση να προσφέρει επαρκή μαρτυρία προς υποστήριξη του ισχυρισμού της. Ωστόσο, η απλή αναφορά και μόνο σε "καλόπιστο λάθος" από πλευράς του αιτούντος, δεν ικανοποιεί τα αυστηρά κριτήρια που θέτει το λεκτικό της Διαταγής 25 Θ.1(3), καθότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη διάβρωση των αυστηρών κριτηρίων της νέας Δ. 25 και να αντιβαίνει στον σκοπό, τη φιλοσοφία και το πνεύμα της.
- Νομική Αβεβαιότητα:
Η ποικιλία στις προσεγγίσεις και στις ερμηνείες από τα Πρωτόδικα Δικαστήρια σχετικά με το "εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας" θέτει την ανάγκη για σαφήνεια σχετικά με την εφαρμογή της πρώτης εξαίρεσης, ενώ παράλληλα αναδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω καθορισμούς στη νομολογία. Παράλληλα, η έλλειψη εφετειακής επιβεβαίωσης της πρόσφατης νομολογίας που πραγματεύεται την ερμηνεία της πρώτης εξαίρεσης της νέας Δ. 25 Θ.1(3), υπογραμμίζει την προσωρινή και "πειραματική" φύση των αποφάσεων αυτών και το περιβάλλον νομικής αβεβαιότητας, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζεται διαφορετική προσέγγιση των Πρωτόδικων Δικαστηρίων σχετικά με την ερμηνεία της εν λόγω εξαίρεσης.
- Σημασία της Νομολογίας:
Η ανάγκη για συμβουλές από Αγγλικές αυθεντίες, συγγράμματα και λεξικά όταν δεν υπάρχει εγχώρια νομική ή νομολογιακή καθοδήγηση κρίνεται επιτακτική. Δείχνει τον τρόπο που τα Δικαστήρια αναζητούν να εδραιώσουν ορισμούς και ερμηνείες που δεν είναι προφανείς.
Η συνεχής παρακολούθηση της εξέλιξης της νομολογίας και ειδικότερα της εφετειακής επιβεβαίωσης, είναι σημαντική για την κατανόηση και εφαρμογή της νέας Δ. 25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καθώς η νομολογία εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, η καλή γνώση και η ικανότητα ανάλυσης των σχετικών αποφάσεων είναι απαραίτητη για τους δικηγόρους καθότι με αυτό το τρόπο δίδεται η δυνατότητα να εντοπιστούν τυχόν κενά ή αβεβαιότητες που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή της νέας Δ. 25, επιτρέποντας έτσι την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών και επιτυχών νομικών επιχειρημάτων. Η σημασία αυτής της παρακολούθησης δεν περιορίζεται μόνο στην εφαρμογή των κανόνων, αλλά επεκτείνεται και στη δυνατότητα κατανόησης των εξαιρέσεων των κανόνων αυτών αλλά και των ιδιαιτεροτήτων που μπορεί να προκύψουν σε διάφορες περιπτώσεις.
Συνεπώς, η αδιάλειπτη ανασκόπηση της νομολογίας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την εξασφάλιση μιας ορθής και αποτελεσματικής πρακτικής που συμβάλλει στη διασφάλιση της δικαιοσύνης.
** Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου, Δικηγόρος, Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ & ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
- Ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018 (4/2018) - 2018_0004.pdf (cylaw.org)
- OSTIA DEVELOPERS LIMITED ν. Δημάδη, Αρ. Αγωγής: 5722/16, 13/3/2019
- Σάββα ν. Α. LAONA WATER LIMITED κ.α., Αρ. Αίτησης: 12/20, 14/4/2021
- Έλενα Λαγούδη κ.α. ν. Κ. ΚΑΤΣΙΑΡΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Αίτηση αρ.: Ε13/2021, 22/8/2023
- ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΛΣΟΣ ΛΤΔ ν. ADBOARD MEDIA LTD, Αρ. Αγωγής: 6065/16, 18/9/2023
- MOHAMMED HAMBO ASHIYAN ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ, Αρ. Αγωγής: 2513/2019, 28/2/2024
- Miloubar Cyprus Limited ν. High Mountain Ltd, Αρ. Αγωγής: 1469/19, 15/3/2024
- Kyvernitis Bussiness Travel Ανώνυμη Εταιρεία (πρώην HRG Greece Ανώνυμη Εμπορική και Τουριστική Εταιρεία) ν. Cyprus Trade & Tours Limited, Αρ. Αγωγής: 499/2019, 27/03/2024 (Επισυνάπτεται)
- Ανδρούλλα Ανδρέου ν. Παναγιώτης Παναγιώτου κ.α., Αρ. Αγωγής: 2996/18, 15/5/2024
- Μάριου Παναγίδη κ.α. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Αρ. Αγωγής: 3919/2017, 24/5/2024