Ο όρος «Αξιόγραφα» συνδέθηκε με το σκάνδαλο που ξέσπασε τον Ιούνη του 2012 και εντάθηκε με το κούρεμα των καταθέσεων τον Μάρτιο του 2013, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Το σκάνδαλο αφορούσε τους τρόπους με τους οποίους προωθήθηκαν τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου κατά κύριο λόγο από την Λαϊκή Τράπεζα αλλά και από την Τράπεζα Κύπρου, κατά την περίοδο 2008-2011.
1) Τι είναι όμως τα Αξιόγραφα;
Σύμφωνα με τους όρους έκδοσής τους, τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου αποτελούσαν άμεσες, μη εξασφαλισμένες και δευτερεύουσας προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της Τράπεζας. Δηλαδή, τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου δεν ήταν εξασφαλισμένα και, σε περίπτωση διάλυσης της Τράπεζας, η αποπληρωμή τους θα ακολουθούσε σε προτεραιότητα την πληρωμή των υποχρεώσεων της Τράπεζας προς τους καταθέτες και τους άλλους πιστωτές της Τράπεζας. Τα δικαιώματα και οι Αξιώσεις των Κατόχων Αξιογράφων Κεφαλαίου είχαν προτεραιότητα μόνο έναντι των Μετόχων της Τράπεζας (Αυτή η ιεράρχηση των δικαιωμάτων και αξιώσεων των κατόχων Αξιογράφων αποτελεί έναν από τους βασικούς κινδύνους τους, δηλαδή τον κίνδυνο προτεραιότητας).
Παράλληλα, με βάση τους όρους έκδοσης των Αξιογράφων, η Τράπεζα δεν είχε υποχρέωση να προβαίνει σε πληρωμή τόκου ή πληρωμή κεφαλαίου, αν δεν ήταν φερέγγυα (solvent) ή αν δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να είναι φερέγγυα ευθύς αμέσως μετά την πληρωμή. Επιπρόσθετα, βασικός όρος των Αξιογράφων ήταν η αόριστή τους διάρκεια, με την Τράπεζα να διατηρεί κατά την απόλυτή της διακριτική ευχέρεια, το δικαίωμα για εξαγορά τους σε 5 χρόνια.
Με λίγα λόγια, η απόκτηση Αξιογράφων ήταν μια πολύ ριψοκίνδυνη επένδυση, εφόσον τα χρήματα που έδινε κάποιος στην Τράπεζα για να αγοράσει Αξιόγραφα, δεν ήταν εξασφαλισμένα. Επίσης ο επενδυτής αναλάμβανε τον κίνδυνο ότι η Τράπεζα ήταν και θα παρέμενε φερέγγυα για αόριστο χρονικό διάστημα. Επιπρόσθετα, αναλάμβανε τον κίνδυνο προτεραιότητας, ως περιγράφηκε ανωτέρω, δηλαδή ότι σε περίπτωση κατάρρευσής της Τράπεζας θα μπορούσε να έχει αξιώσεις σε προτεραιότητα μόνο από τους μετόχους της Εταιρείας και άρα μετά την ικανοποίηση των υπόλοιπων πιστωτών και καταθετών της Τράπεζας. Ταυτόχρονα, πέραν των προαναφερθέντων κινδύνων, η επένδυση στα Αξιόγραφα Κεφαλαίου περιείχε πολυάριθμους κινδύνους που σχετίζονταν μεταξύ άλλων με τον τραπεζικό τομέα (πχ αδυναμία είσπραξης δανείων) και με γενικότερους πολιτικούς, οικονομικούς, κανονιστικούς και άλλους συναφείς παράγοντες. Ως αντάλλαγμα των πιο πάνω ρίσκων, η Τράπεζα έδιδε άμεσα στον επενδυτή υψηλές αποδόσεις υπό την μορφή τόκου, σε τακτικά χρονικά διαστήματα (η Λαϊκή Τράπεζα κάθε 3 μήνες, ενώ η Τράπεζα Κύπρου κάθε 6 μήνες).
2) Το σκάνδαλο:
Ενώ λοιπόν, η αγορά Αξιογράφων ήταν μια πολύ ριψοκίνδυνη επένδυση η οποία συνεπαγόταν ανάληψη μεγάλου ρίσκου, οι Τράπεζες σε πολυάριθμες περιπτώσεις, παραπλανούσαν το κοινό για την φύση των Αξιογράφων και/ή απέκρυπταν τους κινδύνους τους οποίους οι πελάτες έπρεπε να γνωρίζουν. Περαιτέρω, η προώθηση των Αξιογράφων γινόταν ενεργά και κατά κύριο λόγο από τους υπαλλήλους των προαναφερθείσων Τραπεζών, οι οποίοι προσέγγιζαν πρώτοι τους πελάτες για να τους προωθήσουν τα Αξιόγραφα και πολλές φορές επίμονα. Τα άτομα που προσεγγίζονταν ήταν συνήθως άσχετοι με θέματα επενδύσεων, παραδοσιακοί καταθέτες, και συνταξιούχοι. Από τα πιο πάνω προκύπτει η ουσία του ζητήματος, που οδήγησε στο ξέσπασμα του σκανδάλου σε σχέση με τα Αξιόγραφα. Σε πολλές περιπτώσεις λοιπόν, δίνονταν στους πελάτες ψευδείς προφορικές διαβεβαιώσεις ότι τα αξιόγραφα ήταν πενταετές καταθετικό σχέδιο, με ψηλό επιτόκιο και κέρδη λόγω της μακροπρόσθεσμης πενταετούς δέσμευσης (κάτι σαν πενταετές εγγυημένο γραμμάτιο). Σε άλλες περιπτώσεις η πληροφόρηση που παρείχαν οι Τράπεζες στους πελάτες ήταν παραπλανητική, με μισές αλήθειες καθώς δεν αναφερόταν και/ή δεν δινόταν έμφαση στους κινδύνους και/ή υποβαθμιζόταν ή συγκαλύπτονταν σημαντικά στοιχεία. Παράλληλα, δινόταν έμφαση μόνο στα πιθανά οφέλη της αγοράς των αξιογράφων όπως το ψηλό επιτόκιο, η πενταετή τους διάρκεια και η δυνατότητα εξασφάλισης ισόποσου δανείου με μοναδική εγγύηση την αξία των αξιογράφων που θα αγοράζονταν, σε τέτοιο βαθμό που ο πελάτης και πάλι πίστευε ότι πρόκειται για εξασφαλισμένο πενταετές καταθετικό σχέδιο.
Με απλά λόγια, σε αρκετές περιπτώσεις, οι λειτουργοί των Τραπεζών που προωθούσαν τα Αξιόγραφα είτε διαβεβαίωναν προφορικά ότι τα Αξιόγραφα είναι πενταετές καταθετικό σχέδιο που αποδίδει υψηλότερο επιτόκιο από τα σύνηθη γραμμάτια λόγω της δέσμευσης των χρημάτων για 5 χρόνια, είτε έλεγαν μισές αλήθειες αποκρύπτοντας και υποβαθμίζοντας τους κινδύνους των Αξιογράφων, αφήνοντας να νοηθεί και πάλι ότι πρόκειται για μια πλήρως ασφαλή ενέργεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν να αναφέρεται ότι ο μοναδικός κίνδυνος από την αγορά των Αξιογράφων ήταν «να παττίσει (χρεωκοπήσει) η Τράπεζα». Προφανώς, σε περίπτωση χρεωκοπίας και ένας εντελώς συντηρητικός καταθέτης, το πιο πιθανόν θα έχανε τα χρήματα του.
Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, οι κίνδυνοι που έφεραν τα Αξιόγραφα της Τράπεζας ήταν πολύ περισσότεροι από το να «παττίσει η Τράπεζα», κάτι το οποίο με επιμέλεια αποκρύπτετο από τους πελάτες που προσεγγίζονταν. Παράλληλα, πολλές φορές οι λειτουργοί των Τραπεζών που προωθούσαν τα Αξιόγραφα, έδιναν προφορικές και/ή γραπτές διαβεβαίωσεις για δυνατότητα παραχώρησης Δανείων με αποκλειστική εξασφάλιση τα ίδια τα Αξιόγραφα. Το γεγονός αυτό ενίσχυε την πεποίθηση των πελατών ότι τα Αξιόγραφα ήταν πλήρως εγγυημένα και αξιόπιστα, αφού η Τράπεζα τα εμπιστευόταν σε τόσο μεγάλο βαθμό για να δίνει δάνεια, χωρίς να ζητά κάποια άλλη εξασφάλιση.
3) Υπογραφή των συμφωνιών:
Στις αιτήσεις που υπέγραφαν οι πελάτες των Τραπεζών για απόκτηση των Αξιογράφων δεν γινόταν καμία αναφορά στα χαρακτηριστικά τους και ότι επρόκειτο για επένδυση. Υπήρχαν κάποιες τυποποιημένες διαβεβαιώσεις ότι οι όροι των Αξιογράφων περιέχονται σε Ενημερωτικά Δελτία και/ή Πληροφοριακά Μνημόνια, τα οποία πολλές φορές οι καταθέτες δεν λάμβαναν και στα οποία σπάνια γινόταν αναφορά από τους λειτουργούς των Τραπεζών. Σε άλλες περιπτώσεις, τα Μνημόνια αυτά, παραδίδονταν στον κάτοχο μετά την υπογραφή της αίτησης, δηλαδή σε στάδιο που δεν μπορούσε να αποσύρει τα χρήματά του, τα οποία δεσμεύονταν επ’ αόριστον. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η προώθηση πολλές φορές γινόταν από λειτουργούς της Τράπεζας τους οποίους γνώριζαν και τους οποίους εμπιστεύονταν πλήρως, οι πελάτες δεν διάβαζαν την αίτηση καθυσηχαζόμενοι στις προφορικές διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων των Τραπεζών. Η υπογραφή παρουσιαζόταν ως μέρος μιας τυπικής και απλής διαδικασίας, όπως ακριβώς ακολουθείται κατά την σύναψη κατάθεσης τακτής προθεσμίας/ γραμματίου. Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν υπέγραφαν με την πεποίθηση ότι υπογράφουν για γραμμάτιο πενταετούς διάρκειας, με πλήρως εξασφαλισμένο το κατατιθέμενο ποσό.
Στη συνέχεια, τα πράγματα εκτυλίσσονταν ομαλά και οι κάτοχοι Αξιογράφων λάμβαναν τόκους κανονικά και σταθερά (κάθε τρίμηνο ή κάθε εξάμηνο ανάλογα), γεγονός που ενίσχυε περισσότερο την πεποίθησή τους ότι είχαν ένα πλήρως εγγυημένο γραμμάτιο πενταετούς διάρκειας. Παράλληλα, άλλοι κάτοχοι Αξιογράφων λάμβαναν (ως τους υπόσχετο) και πιστωτικές διευκολύνσεις (δάνεια), με αποκλειστική εξασφάλιση τα Αξιόγραφα, γεγονός που και πάλι ενίσχυε την πεποίθηση ότι τα Αξιόγραφα ήταν πλήρως εγγυημένα.
4) Άλλες παράνομες ενέργειες των Τραπεζών σε σχέση με τα Αξιόγραφα:
4Α) Προώθηση από μη πιστοποιημένα πρόσωπα:
Πέραν της βασικής παρανομίας των Τραπεζών σχετικά με το να παραπλανούν και/ή με το να μην ξεκαθαρίζουν ότι η αγορά Αξιογράφων ήταν επένδυση, οι Τράπεζες απέτυχαν να εκπληρώσουν και άλλες υποχρεώσεις που είχαν βάση Νόμου κατά την προώθηση των Αξιογράφων. Μια κύρια Νομική υποχρέωση η οποία παραβιάστηκε ήταν η παροχή επενδυτικής συμβουλής και η προώθηση Αξιογράφων από λειτουργούς της Τράπεζας που δεν κατείχαν τα απαραίτητα πιστοποιητικά και/ή προσόντα για να προωθούν ένα τόσο πολύπλοκο χρηματοοικονομικό προϊόν, κατά παράβαση του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007 (Ν. 144(I)/2007) (ο οποίος βρισκόταν κατά την ουσιώδη περίοδο σε ισχύ).
Σε πολλές περιπτώσεις οι προσεγγίσεις γίνονταν από τους υπάλληλους υποκαταστημάτων με τους οποίους συνήθως οι πελάτες είχαν φιλικές σχέσεις και/ή σχέσεις εμπιστοσύνης, οι οποίοι λειτουργοί όμως δεν κατείχαν τα απαραίτητα προσόντα και/ή πιστοποιητικά για να προωθούν τα Αξιόγραφα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πελάτης θα υπέγραφε την αίτηση και μεταγενέστερα της υπογραφής του, κάποιος εξουσιοδοτημένος πωλητής Αξιογράφων (με την απαραίτητη πιστοποίηση) θα έθετε την υπογραφή του και την σφραγίδα του στην αίτηση. Σε άλλες περιπτώσεις, ο εξουσιοδοτημένος πωλητής θα ήταν παρών μόνο κατά την υπογραφή της αίτησης, χωρίς όμως να επεξηγήσει απολύτως τίποτα στον πελάτη προηγουμένως, και ο πελάτης υπέγραφε υπό την καθοδήγηση άλλου μη πιστοποιημένου λειτουργού τον οποίο εμπιστευόταν και ο οποίος προέβη στην προώθηση. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ο ίδιος ο εξουσιοδοτημένος πωλητής θα ενεργούσε ως περιγράφηκε ανωτέρω, δηλαδή είτε λέγοντας ψευδώς ότι πρόκειται για καταθετικό σχέδιο, είτε με ασάφεια, αποκρύπτοντας και/ή υποβιβόζοντας τους κινδύνους, και δίνοντας έμφαση μόνο στα θετικά χαρακτηριστικά του προϊόντος, αφήνοντας δηλαδή και πάλι να νοηθεί ότι τα Αξιόγραφα αφορούν καταθετικό σχέδιο.
Οι Τράπεζες λοιπόν, σε κάποιες περιπτώσεις είτε εν γνώσει τους επέτρεπαν την προώθηση τέτοιων προϊόντων από μη πιστοποιημένα άτομα τα οποία δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσουν τους κινδύνους από την απόκτηση Αξιογράφων σε ένα πιθανό επενδυτή, είτε αποτύγχαναν να διασφαλίσουν ότι οι υποψήφιοι επενδυτές θα λάμβαναν κατάλληλη και/ή επαρκή πληροφόρηση για να κατανοήσουν την φύση των Αξιογράφων και τους κινδύνους που υπήρχαν από την επένδυση σε Αξιόγραφα. Και στις δύο περιπτώσεις η Τράπεζα δεν εκτελούσε τις υποχρεώσεις που είχε βάση Νόμου να εκτελέσει.
4Β) Παράλειψη για σχηματισμό επενδυτικού προφίλ:
Μια άλλη παράβαση του Νόμου από τις Τράπεζες κατά την προώθηση Αξιογράφων ήταν η παράλειψη για σχηματισμό επενδυτικού προφίλ των πελατών που προσεγγίζονταν. Βάσει Νόμου λοιπόν, οι Τράπεζες όφειλαν να λάβουν οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες για τον σχηματισμό του επενδυτικού προφίλ των υποψήφιων κατόχων Αξιογράφων καθώς και βασικά δεδομένα ώστε οι επενδυτικές συμβουλές και/ή συστάσεις περί συναλλαγών που δίνονταν στους πελάτες να ήταν σύμφωνες με τους επενδυτικούς τους στόχους και/ή ώστε να διακριβωθεί αν μπορούν να επωμιστούν το οικονομικό βάρος αυτής της ριψοκίνδυνης επένδυσης. Είναι προφανές, ότι οι λειτουργοί των Τραπεζών σκόπιμα παρέλειπαν να προβούν στον σχηματισμό του επενδυτικού προφίλ των υποψήφιων επενδυτών γιατί αν προέβαιναν σε τέτοιες ενέργειες, αναπόφευκτα θα έπρεπε να αναφέρουν ότι τα Αξιόγραφα αφορούν επένδυση και όχι ένα εγγυημένο πενταετές γραμμάτιο.
Παράλληλα, οι Τράπεζες ενώ όφειλαν, δεν προέβαιναν σε τεστ καταλληλότητας που πρέπει να γίνεται πριν από κάθε συναλλαγή κατά την παροχή επενδυτικής συμβουλής. Αυτό το γεγονός δείχνει ότι σκοπός των Τραπεζών ήταν μόνο να πωλήσουν το προϊόν τους στους πελάτες τους, χωρίς να λάβουν υπόψη τα βασικά δεδομένα τους και συγκεκριμένα κατά πόσο η εν λόγω επένδυση ήταν σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους των πελατών και αν έχουν την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να μπορούν να κατανοήσουν τους κινδύνους που υπήρχαν από την συναλλαγή.
5) Ο λόγος για τον οποίο προωθήθηκαν τα Αξιόγραφα με τους πιο πάνω τρόπους
Η Έκδοση των Αξιογράφων Κεφαλαίου λοιπόν, πραγματοποιήθηκε από τις προαναφερθείσες Τράπεζες με σκοπό την άντληση κεφαλαίων από ανυποψίαστους πολίτες για ενίσχυση των κεφαλαίων των Τραπεζών, οι οποίες κινδύνευαν από την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε. Οι Τράπεζες λοιπόν απέκρυπταν και/ή παρέλειπαν να παρουσιάσουν την αληθινή εικόνα για τις πραγματικές ανάγκες τους καθώς και την πραγματική φύση και αναγκαιότητα των αξιογράφων για άντληση κεφαλαίων ούτως ώστε να μπορέσουν να σωθούν από ενδεχόμενη κατάρρευση.
6) Η αρχή της αποκάλυψης του σκανδάλου
Μέχρι τις αρχές του 2012, όλα κυλούσαν ομαλά, με τους τόκους των Αξιογράφων να πληρώνονται σταθερά. Όμως, περί τον Ιούνη του 2012, άρχισε να φαίνεται το μέγεθος του προβλήματος με τα Αξιόγραφα. Εκείνη την περίοδο, ο τότε υπουργός Οικονομικών απαγόρευσε με Διάταγμα να γίνει οποιαδήποτε πληρωμή τόκου για Αξιόγραφα και ως αποτέλεσμα οι Τράπεζες ανακοίνωσαν ότι θα έπαυαν προωρινά, δήθεν, να αποδίδουν τόκους από Αξιόγραφα. Παράλληλα, οι Τράπεζες προσέγγισαν όλους τους κατόχους Αξιογράφων και τους καθοδήγησαν να ανταλλάξουν τα χρήματά τους σε μετοχές. Πολλοί κάτοχοι Αξιογράφων δέχθηκαν πιέσεις να υπογράψουν την ανταλλαγή των Αξιογράφων τους σε μετοχές ειδάλλως, ως τους ειπώθηκε, θα έχαναν όλα τους τα λεφτά. Αρκετοί κάτοχοι Αξιογράφων όμως, παρά τις πιέσεις και την καθοδήγηση των υπαλλήλων των Τραπεζών δεν δέχτηκαν την ανταλλαγή σε μετοχές. Μάλιστα κάποιοι κάτοχοι Αξιογράφων καταχώρησαν λίγο καιρό αργότερα αστικές αγωγές εναντίον των Τραπεζών, πριν την κορύφωση του προβλήματος.
7) Η κορύφωση και η σημερινή κατάσταση
Στην πορεία, τα πράγματα πήγαν σε ακόμη πιο κακή κατεύθυνση με την Τραπεζική κρίση και το κούρεμα των καταθέσεων τον Μάρτιο του 2013. Ήταν εκείνη την περίοδο που πολλοί κάτοχοι Αξιογράφων αναζητώντας νομική συμβουλή έμαθαν για πρώτη φορά ότι τα χρήματά τους δεν βρίσκονταν σε ένα ασφαλές πενταετές γραμμάτιο. Προς μεγάλη τους έκπληξη, έμαθαν ότι δεν θα λάμβαναν τις καταθέσεις τους κάτω των 100 χιλιάδων ευρώ που μέχρι τότε νόμιζαν ότι ήταν πλήρως εγγυημένες. Αντιθέτως, μάθαιναν ότι τα χρήματα αυτά είχαν επενδυθεί εξαρχής και ότι τώρα εκμηδενίστηκαν. Ήταν εκείνη την περίοδο επίσης (μέσα του 2013) που καταχωρήθηκαν και οι περισσότερες αγωγές. Κάποιοι κάτοχοι Αξιογράφων πίστευαν ότι θα βρισκόταν κάποιου είδους πολιτική λύση και/ή εξωδικαστηριακή αποζημίωσή τους τα πρώτα χρόνια μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, ιδίως λαμβανομένων υπόψη και των υποσχέσεων που δίνονταν τότε, και για αυτό τον λόγο δεν προχώρησαν άμεσα στην καταχώρηση αγωγών. Δυστυχώς όμως, όσο ο χρόνος περνούσε, διαφάνηκε ότι τέτοια λύση δεν θα βρισκόταν. Για αυτό το λόγο, κάποιοι κάτοχοι Αξιογράφων προχώρησαν σε καταχωρήσεις αγωγών το 2014 και το 2015.
Προς το παρόν, η δικαίωση για αυτούς τους ανθρώπους που ζημιώθηκαν με το χειρότερο τρόπο δεν έχει φτάσει. Η πλειοψηφία αυτών των υποθέσεων ακόμη και μέχρι σήμερα δεν έχει εκδικαστεί, ουτε καν στον πρώτο βαθμό. Επιπλέον, η επέλευση της πανδημίας δυσκόλεψε την ήδη καθυστερημένη απόδοση διακαιοσύνης. Παρ’ όλα αυτά η ανάγκη για την εκδίκαση αυτών των υποθέσεων παραμένει απαραίτητη για χιλιάδες ανθρώπους που επιζητούν δικαιοσύνη και αποκατάσταση για τις απώλειες και την απίστευτη ταλαιπωρία που υπέστηκαν, ως συνέπεια των παράνομων ενεργειών και παραλείψεων των Τραπεζών κατά την προώθηση των Αξιογράφων. Εν κατακλείδι, από την μια θεωρώ ότι το Αγγλικό ρητό “Justice delayed is justice denied”, (σε ελεύθερη μετάφραση: Η δικαιοσύνη που καθυστερεί, δεν αποδίδεται), είναι σοφό, από την άλλη όμως πιστεύω ότι το ελληνικό ρητό «κάλλιο αργά παρά ποτέ» είναι σοφότερο. Θεωρώ ότι η δικαιοσύνη θα αποδοθεί για αυτούς τους ανθρώπους, έστω και αργοπορημένα.
Αβραάμ Αβρααμίδης
ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ & ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε
Δικηγόρος